- οριζοντιώνω
- 1. τοποθετώ οριζοντίως2. μτφ. ρίχνω κάποιον κάτω, ιδίως με ξυλοκόπημα3. (το μέσ.) οριζοντιώνομαιμτφ. ξαπλώνω, κατακλίνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < οριζόντιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.